ἔρως
English (LSJ)
ωτος, ὁ, acc. ἔρων for
A ἔρωτα Alex.Aet.3.12, AP9.39 (Musicius) : in Ep. and Lyr. usu. ἔρος (q. v.) : (ἕραμαι, ἐράω A):—love, mostly of the sexual passion, θηλυκρατὴς ἔ. A.Ch.600 (lyr.) ; ἐρῶσ' ἔρωτ' ἔκδημον E.Hipp.32 ; ἔ. τινός love for one, S.Tr.433 ; παίδων E. Ion67 : generally, love of a thing, desire for i it, πατρῴας γῆς A.Ag.540 ; δεινὸς εὐκλείας ἔ. Id.Eu.865, etc. ; ἔχειν ἔμφυτον ἔρωτα περί τι Pl.Lg. 782e ; πρὸς τοὺς λόγους Luc.Nigr.Praef.; ἔρωτα σχὼν τῆς Ἑλλάδος τύραννος γενέσθαι Hdt.5.32 ; ἔ. ἔχει με c. inf., A.Supp.521 ; θανόντι κείνῳ συνθανεῖν ἔρως μ' ἔχει S.Fr.953 ; αὐτοῖς ἦν ἔρως θρόνους ἐᾶσθαι Id.OC367 ; ἔ. ἐμπίπτει μοι c. inf., A.Ag.341, cf. Th.6.24 ; εἰς ἔρωτά τινος ἀφικέσθαι, ἐλθεῖν, Antiph.212.3,Anaxil.21.5 : pl., loves, amours, ἀλλοτρίων Pi.N.3.30 ; οὐχ ὅσιοι ἔ. E.Hipp.765 (lyr.) ; ἔρωτες ἐμᾶς πόλεως Ar.Av.1316 (lyr.), etc. ; of dolphins, πρὸς παῖδας Arist.HA631a10 : generally, desires, S.Ant.617 (lyr.). 2 object of love or desire, ἀπρόσικτοι ἔρωτες Pi.N.11.48, cf. Luc.Tim.14. 3 passionate joy, S.Aj.693 (lyr.). II pr. n., the god of love, Anacr.65, Parm.13, E.Hipp.525 (lyr.), etc. ; Έ. ἀνίκατε μάχαν S.Ant.781 (lyr.) : in pl., Simon.184.3, etc. III at Nicaea, a funeral wreath, EM379.54. IV name of the κλῆρος Ἀφροδίτης, Cat.Cod.Astr.1.168 ; = third κλῆρος, Paul.Al.K.3 ; one of the τόποι, Vett.Val.69.16.
German (Pape)
[Seite 1040] ωτος, ὁ, acc. auch ἔρων, Alex. Aetol. 12 Plat. ep. 30 (IX, 39), (vgl. ἔρος), die Liebe, bei Hom. stets von der Geschlechtsliebe; in der Il. ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε, Liebe umhüllte, umfing die Sinne, 3, 442. 14, 294; in der Od. ἔρω δ' ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, 18, 212, wird richtiger mit Bekker ἔρῳ geschrieben u. auf ἔρος zurückgeführt; auch in der Il. ist die letzte Sylbe durch Position lang u. dah. wahrscheinlich ἔρος zu schreiben; τινός, zu Einem, Pind; ἣ Διὸς θάλπει κέαρ ἔρωτι Aesch. Prom. 593; θηλυκρατής Ch. 592; τοῦ τῆσδ' ἔρωτος ἥσσων ἔφυ Soph. Tr. 489; ἐρῶσ' ἔρων ἔκδημον Eur. Hipp. 32; Ar. u. A.; γυναικός, Xen.; εἰς ἔρωτά τινος ἐλθεῖν, sich in Jem. verliebt haben, Arr. An. 4, 19, 9; ἔρωτες, Liebeshändel, ἐκδοὺς ἑαυτὸν ἔρωσιν ἀλογίστοις Ath. XII, 511 b; νυκτερινοί ib. 542 d; Luc. –. Uebh. Liebe, Neigung, Verlangen, Trachten wonach, τοῦ ὅλου τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα Plat. Conv. 192 e, vgl. Phaedr. 237 d; neben φιλία καὶ ἐπιθυμία Lys. 221 e; καὶ ἐπιθυμίας Rep. IX, 578 a; Ggstz φόβος Legg. VIII, 837 a; πατρῴας τῆσδε γῆς Aesch. Ag. 526; εὐκλείας Eum. 827; τῶν σ' ἔρως ἔχει τυχεῖν Suppl. 516; παίδων Eur. Ion 67; ἔρωτα σχὼν τῆς Ἑλλάδος τύραννος γενέσθαι, indem er darnach strebte, Her. 5, 32; ἔρως αὐτὸν ἔσχε τῶν σκηνημάτων Xen. Hell. 5, 3, 19; ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι Thuc. 6, 24; δεινῶς διάκεινται ἔρωτι τοῦ ὀνομαστοὶ γενέσθαι, aus dem Streben berühmt zu werden, Plat. Conv. 208 c; περί τι, Legg. VI, 782 e u. Folgde; ὁ πρὸς τοὺς λόγους ἔρως Luc. Nigr.; – der Gegenstand der Liebe, Luc. Tim. 14.