ἐπαύλιον
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
τό, Dim. of sq. 2, SIG344.98 (Teos, iv B.C.), OGI765.13 (Priene), Call.Fr.131.4, Plb.4.4.1, Plu.2.508d, Alciphr. Fr.6.4. II τὰ ἐπαύλια or ἡ ἐπαυλία (sc. ἡμέρα) the day after the wedding, Id.3.49, Poll.3.39, Hsch., Suid.; also, presents given to the bride, Poll. l.c. III ἐπαύλιος· ἡ τῆς αὐλῆς ὁδός, Suid., Zonar.
German (Pape)
[Seite 906] τό, dim. zu ἔπα υλις, – 1) kleines Landgut; Aesch. ep. 9; Pol. 4, 4, 1; Plut. Mar. 35 u. öfter; Agath. 37 (VI, 791. – 2) τὰ ἐπαύλια, VLL., Alciphr. 3, 49, bei Hesych. auch ἡ ἐπαυλία, der Tag nach der Hochzeit, an dem die Braut zum ersten Male in dem Hause des Bräutigams schlief. ἔπαυλις, εως, ἡ, ein Landgut, Sp., wie Plut. Pomp. 24 Poplic. 5; D. Sic. 12, 43; Ath. V, 215 a; Meierei u. übh. = ἔπαυλος; von den Ställen des Augias, Schol. Il. 2, 629; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῦ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν Pol. 5, 35, 13; τὴν ἔπαυλιν ποιεῖσθαι ἐπὶ τῇ τῶν ἐναντίων στρατοπεδείᾳ, sein Lager aufschlagen, sein Quartier nehmen, id. 16, 15, 5, wie Plat. Alc. II, 149 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαύλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Καλλ. Ἀποσπ. 131. 4 (Σουΐδ. ἐν λ.), Πολύβ. 4. 4, 1, κτλ. ΙΙ. τὰ ἐπαύλια ἢ ἡ ἐπαυλία (ἐνν. ἡμέρα), ἡ μετὰ τὸν γάμον ἡμέρα, Λατ. nepotia, Ἀλκίφρων 3. 4, Πολυδ. Γ΄, 39· «ἐπαύλια (-ία)· ἡ δευτέρα τῶν γάμων ἡμέρα οὕτως καλεῖται, ἐν ᾗ κομίζουσι δῶρα οἱ οἰκεῖοι τῷ γεγαμηκότι καὶ τῇ νύμφῃ» Ἡσύχ. 2) τὰ ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ τοῖς νεονύμφοις προσφερόμενα δῶρα, L. Deubner Arch. Fabrbuch XVI (1900) σ. 144 - 154· ἴδε Βεκκήρου Χαρικλ. 489, καὶ πρβλ. ἀπαύλια, προαύλια.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit bien de campagne.
Étymologie: dim. de ἔπαυλις.