φυσίζωος
From LSJ
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
German (Pape)
[Seite 1318] = φυσίζοος, Wern. Tryph. 77.
Greek (Liddell-Scott)
φῡσίζωος: -ον, = τῷ προηγ., Ἐπίγραμμ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 3538, καὶ παρὰ μεταγεν., ἀλλὰ συχνάκις ἐφθαρμένον ἀντὶ φυσίζοος, Wern. Τρυφ. (γρ. Τριφ. σ. 124).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που δίνει ζωή, ζωοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. φῡ- του ρ. φύω, φύομαι + ζωή. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί του φυσίζοος, κατά παρετυμολογική επίδραση τών λ. ζωή, ζῶ].