τυραννία

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠραννία Medium diacritics: τυραννία Low diacritics: τυραννία Capitals: ΤΥΡΑΝΝΙΑ
Transliteration A: tyrannía Transliteration B: tyrannia Transliteration C: tyrannia Beta Code: turanni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = τυραννίς, Xenoph.3 (with penult. long); tyrannous conduct, Wilcken Chr.20 ii 12 (ii A. D.), PAmh.2.142.15 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννία: ἡ, = τυραννίς, Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 526Β (μετὰ τῆς παραληγούσης μακρᾶς).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τυραννία και τυραγνία, η, και τυράγνιο, το, Ν τύραννος
η εξουσία του τυράννου, τυραννίδα
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) καταδυνάστευση, καταπίεση, βασανισμός (α. «δεν μπορούσε να υποφέρει άλλο την τυράννια του» β. «αυτή δεν είναι ζωή, είναι καθαρό τυράγνιο»).