δέλφιξ
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
ῐκος, ὁ,
A tripod, δέλφικας ἀργυροῦς Plu.TG2 (prob. for δελφῖνας) ; δέλφικα· τὸν τρίποδα EM255.10.
German (Pape)
[Seite 544] ικος, ἡ, = δελφινίς, Plut. Tib. Graech. 2.
Greek (Liddell-Scott)
δέλφιξ: ῐκος, ὁ, τρίπους παρὰ Ρωμαίοις, δέλφικας ἀργυροῦς Πλούτ. Τιβ. Γράκχ. 2 (κατὰ τὸν Dacier ἀντὶ δελφῖνας) Μ. Ε.
French (Bailly abrégé)
ικος (ὁ) :
table à trois pieds, chez les Romains (cf. δελφινίς).