ἔγκλημα
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐγκαλέω)
A accusation, charge, ἔ. τινι ἔχειν S.Ph. 323, cf.Tr.361, Antipho 3.2.9, etc.; ἐγκλήματα ἔχειν τινός, = ἐγκαλεῖν τι, Th.1.26; ἔ. ποιεῖν τι make a thing matter of complaint, Id.3.53; ἐγκλήματα ποιεῖσθαι bring accusations, Id.1.126; τὰ ἐ. τὰ ἔς τινας complaints respecting... ib.79; ἐν ἐγκλήματι γίγνεσθαι D.18.251; γίγνεται or ἐστὶ ἔγκλημά μοι πρός τινα I have ground of complaint respecting him, X.Cyr.1.2.6, Lys.10.23; λύειν ἔ. clear away a charge, Plb.2.52.4; λόγοις τὰ ἐ. διαλύεσθαι Th.1.140. II in Law, written complaint: generally, of complaints which were to lead to private suits, ἔ. λαγχάνειν τινί file a complaint against... D.34.16, al., cf. PTeb.616 (ii A. D.). III concrete, a standing reproach, τῆς τύχης καὶ τῶν θεῶν Plu Dio 58. 2 defect, Gal.14.20.
German (Pape)
[Seite 708] τό, die Beschuldigung, der Vorwurf; Soph. Phil. 523; ἔγκλημα καὶ αἰτίαν ἑτοιμάσας Trach. 360; vgl. Plat. Phil. 22 c; εἴς τινα, gegen Jemand, Thuc. 4, 79; τινὸς ἔγκλημα ἔχειν, worüber, 1, 26; ἐγκλήματα ποιεῖν, = ἐγκαλεῖν, Thuc. 3, 43; ποιεῖσθαι 1, 126; ὑπέρ τινος Lys. 3, 1; γράφειν Plat. Legg. X, 910 b u. oft bei Rednern; τὰ πρός τινα ἐγκλήματα Dem. 1, 7, wie Plat. Legg. III, 685 c; ἔγκλημα γίγνεταί μοι, ich werde beschuldigt, Lys. 16, 10, wie ἐν ἐγκλήματι γίγνεσθαι, Dem. 18, 251; Arist. Nic. 9, 1; der Schimpf, Xen. Oec. 11, 3. – Die Anklageschrift selbst, Oratt.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκλημα: τό, (ἐγκαλέω) κατηγορία, αἰτίασις, ἀφορμὴ μέμψεως, ἦ γάρ τι καὶ σὺ τοῖς πανωλέθροις ἔχεις ἔγκλημ᾿ Ἀτρείδαις, ὥστε θυμοῦσθαι παθών; Σοφ. Φ. 323, Τρ. 361. Ἀντιφῶν 122. 11, κτλ.· ἐγκλήματα ἔχειν τινὸς = ἐγκαλεῖν τινι Θουκ. 1. 26· ἔγκλ. ποιεῖν τι, ποιεῖν τι ἀφορμὴν μομφῆς, ὁ αὐτ. 3. 43· ἐγκλήματα ποιεῖσθαι, φέρειν κατηγορίας, ὁ αὐτ. 1. 126· τὰ ἐγκλ. τὰ ἔς τινα, παράπονα, αἰτιάσεις ἐναντίον τινός, αὐτόθι 79· ἐν ἐγκλήματι γίγνεσθαι Δημ. 311. 2· γίγνεται ἢ ἔστιν ἔγκλημά μοι πρός τινα, ἔχω αἰτίας παραπόνου ἐναντίον τινός, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 6, Λυσ. 118. 10· λύειν ἔγκλημα, ἀναιρεῖν κατηγορίαν, Πολύβ. 2. 52, 4· ἐγκλήματα διαλύεσθαι Θουκ. 1. 140. ΙΙ. ἔγγραφον παράπονον ἢ κατηγορία εἰσαγομένη ὑπὸ τοῦ κατηγόρου εἰς δικαστήν· ἐν γένει ἐπὶ κατηγοριῶν ἀναγομένων εἰς ἰδιωτικὰς δίκας οὐχὶ δὲ εἰς δημοσίας δίκας (καλουμένας γραφάς)· συχν. παρ᾿ ἅπασι τοῖς ῥήτορσιν· ἔγκλημα λαγχάνειν τινί, εἰσφέρειν κατηγορίαν ἐναντίον τινός, Δημ. 912. 2, πρβλ. 950. 21., 973. 1., 1006. 16.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
chef d’accusation, grief, accusation : ἔγκλημα ποιεῖν ou ποιεῖσθαι porter une accusation ; ἔς τινα contre qqn ; ἐν ἐγκλήματι γίγνεσθαι DÉM être l’objet d’une accusation ; ἐγκλήματα ἔχειν τινος THC avoir des griefs ou porter des accusations contre qqn ; γίγνεται παισὶ πρὸς ἀλλήλους ἐγκλήματα XÉN il arrive que les enfants s’accusent les uns les autres ; ἐγκλήματα διαλύεσθαι détruire litt. dissoudre des accusations.
Étymologie: ἐγκαλέω.