τελείωμα

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελείωμα Medium diacritics: τελείωμα Low diacritics: τελείωμα Capitals: ΤΕΛΕΙΩΜΑ
Transliteration A: teleíōma Transliteration B: teleiōma Transliteration C: teleioma Beta Code: telei/wma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A completion, τῆς οἰκίας Arist.Ph.246a17; τῆς ψυχῆς Aq.Jb. 12.2, Eun.VS p.500 B.    2 Thess. τελείουμα, dedication on the occasion of τελείωσις 11, IG9(2).1235 (Phalanna, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1085] τό, = τελείωσις, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

τελείωμα: ὡς καὶ νῦν, συμπλήρωσις, τελειοποίησις, τῆς οἰκίας Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· τελειότης, τοῦ τῆς ψυχῆς τελειώματος Εὐνάπ. σ. 209.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και τελείωμα Ν, και θεσσαλικός τ. τελείουμα, Α [[τελειῶ, -ώνω]]
συμπλήρωση, ολοκλήρωση
νεοελλ.
1. πέρας, τέλος, σημείο τόπου ή χρόνου στο οποίο τελειώνει κάτι (α. «στο τέλειωμα του δρόμου» β. «το τελείωμα του φουστανιού»)
2. εξάντληση («το λάδι έφτασε στο τέλειωμά του»)
3. στον πληθ. τα τελειώματα
οι τελευταίες διαπραγματεύσεις ή οι τελευταίες ενέργειες
μσν.-αρχ.
τελειοποίηση, τελειότητατελείωμα τῆς ψυχῆς», Ευνάπ.)
αρχ.
αφιέρωση με την ευκαιρία της τελείωσης, της ενηλικίωσης.