Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Full diacritics: ἰτᾰμία | Medium diacritics: ἰταμία | Low diacritics: ιταμία | Capitals: ΙΤΑΜΙΑ |
Transliteration A: itamía | Transliteration B: itamia | Transliteration C: itamia | Beta Code: i)tami/a |
ἡ,
A = ἰταμότης, LXXJe.29.17 (49.16).
[Seite 1274] ἡ, = ἰταμότης, LXX.
ἰτᾰμία: ῐ, ἡ, ἰταμότης, Ἑβδ. (Ἱερ. ΚΘ΄, 15).
ἰταμία, ἡ (Α) ιταμός
ιταμότητα.