κατάφευξις
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
εως, ἡ,
A flight for refuge, κ. ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Th.7.41. II place of refuge, ib.38.
German (Pape)
[Seite 1388] ἡ, Zuflucht, Zufluchtsort; ἀσφαλής Thuc. 7, 38; ποιεῖσθαι εἰς τὸν ὃρμον, = καταφεύγειν, 7, 41.
Greek (Liddell-Scott)
κατάφευξις: -εως, ἡ, καταφυγὴ πρὸς ἀσφάλειαν; κ. ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Θουκ. 7. 41. ΙΙ. καταφύγιον, τόπος πρὸς ἀσφάλειαν, κ. ἀσφαλὴς αὐτόθι 38.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de fuir, fuite;
2 place de refuge.
Étymologie: καταφεύγω.