θεσμοθέτης

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσμοθέτης Medium diacritics: θεσμοθέτης Low diacritics: θεσμοθέτης Capitals: ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣ
Transliteration A: thesmothétēs Transliteration B: thesmothetēs Transliteration C: thesmothetis Beta Code: qesmoqe/ths

English (LSJ)

ον, ὁ, (τίθημι)

   A lawgiver, legislator, of Moses, Longin.9.9.    II esp. at Athens, θεσμοθέται, οἱ, the six junior archons, IG12.39.75, al., Ar.V.775 (sg.), al., Antipho 6.35, Arist.Ath.3.4, al., Aeschin.3.38; also, title of magistrate in Amorgos, IG12(7).57.12 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1203] ὁ, Gesetzgeber, Nonn. – In Athen sind die sechs θεσμοθέται die sechs letzten Archonten, welche den Criminal- u. anderen Gerichten vorstehen, die δοκιμασίαι der Bürger, die zu Aemtern gewählt sind, zu besorgen haben, die Wahl u. Verlosung der Aemter leiten, die besondere Aufsicht über die Gesetze führen u. jährlich dieselben untersuchen müssen, um widersprechende Gesetze zu beseitigen u. dgl., vgl. Aesch. 3, 38; Ar. Vesp. 772; Plut. Sol. 25 Pericl. 9.

Greek (Liddell-Scott)

θεσμοθέτης: -ου, ὁ, (τίθημι) νομοθέτης, νομοδότης, ἐπίθ. τὸ ὁποῖον ἴσως κατὰ πρῶτον ἐδόθη εἰς τὸν Δράκοντα, οὗ οἱ νόμοι ἐκαλοῦντο θεσμοί· ἀλλὰ πράγματι θεσμοθέται ἦσαν οἱ ἕξ νεώτεροι ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι ἐδίκαζον ὑποθέσεις μὴ ἀνηκούσας εἰς ἴδιόν τι δικαστήριον, καὶ εἶχον τὸ καθῆκον νὰ ἐξετάζωσι καὶ συναρμόζωσι τοὺς νόμους ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχωσιν ἀντιφάσεις ἢ πλεονασμοί, Αἰσχίν. 59. 7 κἑξ., πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 775, 935, Ἐκκλ. 290, Ἀντιφῶντα 145. 26, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 3. 10., 65. 12., 70. 3 κἑξ., Ἀποσπ. 374-8· ἐν Ἀττ. Ἐπιγρ., Συλλ. Ἐπιγρ. 75, 180-2, 380, Πολυδ. Η΄, 85, Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
à Athènes thesmothète, nom des six derniers archontes, chargés de réviser chaque année les lois.
Étymologie: θεσμός, τίθημι.