Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Full diacritics: οἴκισις | Medium diacritics: οἴκισις | Low diacritics: οίκισις | Capitals: ΟΙΚΙΣΙΣ |
Transliteration A: oíkisis | Transliteration B: oikisis | Transliteration C: oikisis | Beta Code: oi)/kisis |
εως, ἡ,
A colonization, Th.5.11, 6.4.
οἴκῐσις: ἡ, ἡ ὑπὸ ἐποίκων κατάληψις τόπου τινός, ἀποίκισις, Θουκ. 5. 11., 6. 4. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.
εως (ἡ) :
action de fonder une colonie.
Étymologie: οἰκίζω.