καρυοβαφής
From LSJ
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
English (LSJ)
ές,
A stained with walnut-juice, EM492.55, cf. Hsch. s.v. karuxr (ou=s) .
German (Pape)
[Seite 1331] ές, mit Nußschaalen schwarz gefärbt, E. M 492 E., Erklg von καρύκινος, man vermuthet καρυκοβαφής.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρυοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος διὰ βαφῆς παρασκευαζομένης ἐκ τῶν κελύφων χλωρῶν καρύων ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν αἱ γυναῖκες βάπτουσαι τὴν μέταξαν, ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
καρυοβαφής, -ές (Α)
ο βαμμένος με βαφή από κέλυφος νωπών καρυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο-βαφής, οινο-βαφής].