ἀλλοειδής
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
English (LSJ)
ές
A of different form, τοὔνεκ' ἄρ' ἀλλοειδέα (trisyll., but perh. a)llovide/a∥ faine/ sketo pa/nta a)/nakti Od.13.194, cf. Plu. Strom.2, Plot.6.8.18. Adv. -δῶς, f.l. for στυλοειδῶς, Epicur.Ep.2p.47U.
German (Pape)
[Seite 103] ές, anders ausschend, Hom. einmal, Od. 13, 194 τοὔνεκ' ἄρ' ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι, entweder dreisylbig zu lesen, oder, wenn man die v. l. φαίνετο vorzieht, fünfsylbig, mit verdoppeltem Digamma, ἀλλοειδέα φαίνετο. Vgl. Buttmann Lexil. 2, 270. – Adv. -δῶς Diog. L. 10. 104. l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοειδής: -ές, ἔχων διάφορον εἶδος, διάφορος φαινόμενος, τοὔνεκ’ ἄρ’ ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι, Ὀδ. Ν. 194, [[[ἔνθα]] τὸ ἀλλοειδέα εἶναι τρισύλλαβον ὡς ἐὰν ἦτο ἀλλώδη· ἐκτὸς ἂν ἀκολουθήσωμεν τὴν γνώμην τοῦ Πόρσωνος ἀποδεχόμενοι τὴν γραφὴν τοῦ Ἁρλ. χειρογράφου, ἀλλοειδέα φαίνετο, ὅ ἐ. ἀλλοFειδέα, ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. θεουδὴς 3 σημ.]. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Λ. 10, 104, ἔνθα ἑλῐκοειδῶς εἶναι εἰκασία ἱκανῶς πιθανή.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a un autre aspect ; d’aspect étrange.
Étymologie: ἄλλος, εἶδος.