Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
τό a wild vegetable, Hsch.
[Seite 1482] τό, eine wildwachsende Gemüseart, Hesych.
κόπηθρον: το, «φυτὸν λαχανῶδες ἄγριον» Ἡσύχ.
κόπηθρον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) είδος άγριου λαχανικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω ή κοπή.