κυπειρίζω
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
German (Pape)
[Seite 1534] dem κύπειρος ähnlich sein, κατὰ τὴν εὐωδίαν, so riechen wie κύπειρος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κῠπειρίζω: μέλλ. -ίσω, εἶμαι ὅμοιος κυπείρῳ ἢ μυρίζω ὡς κύπειρος, Διοσκ. 1. 6.
Greek Monolingual
κυπειρίζω, ιων. τ. κυπερίζω (Α) κύπειρον
αναδίδω οσμή κύπερης («νάρδος κυπειρίζουσα κατὰ τὴν εὐωδίαν», Διοσκ.).