ἀργέω

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργέω Medium diacritics: ἀργέω Low diacritics: αργέω Capitals: ΑΡΓΕΩ
Transliteration A: argéō Transliteration B: argeō Transliteration C: argeo Beta Code: a)rge/w

English (LSJ)

fut. -ήσω: aor.

   A ἤργησα BGU698.4 (ii A.D.): pf. ἤργηκα POxy.1160.14 (iii/iv A.D.): (ἀργός, ἀεργός):—to be unemployed, do nothing, Hp.Mochl.23, E.Ph.625, X.Cyr.1.2.15, Pl.R.426a, etc.; keep Sabbath, LXX 2 Ma.5.25; ἀ. τὴν ἑβδόμην J.BJ7.3.3; οἱ ἀργοῦντες the idle, Trag.Adesp.527; γῆ ἀργοῦσα lying fallow, X.Cyr.1.6.11, PFlor.262.9 (iii A.D.); ἀργῆσαν ἤμυσε στέγος S.Fr.864; φησὶν ἀργῆσαι τὸ ἐργαστήριον is out of work, D.27.19; of the senses, to be at rest, νυκτὸς τῆς ὄψεως ἀργούσης Arist.Pr.903a21, cf. Somn.Vig.455a30: c. gen. rei, ἀργήσει . . τῆς αὑτοῦ δημιουργίας will be unoccupied in his own work, Pl.R.371c.    II Pass., to be left undone, X.Cyr.2.3.3; to be fruitless, ἡ σκέψις ἂν ἀργοῖτο Id.Hier.9.9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργέω: μέλλ. -ήσω (ἀργός, ἀεργός), μένω, διατελῶ ἀργός, οὐδὲν πράττω, Ἱππ. Μοχλ. 854, Σοφ. Ἀποσπ. 742, Εὐρ. Φοίν. 625, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15, Πλάτ. κλ.˙ οἱ ἀργοῦντες, οἱ ἀργοί, οἱ μηδὲν πράττοντες, Σοφ. Ἀποσπ. 1. 288˙ γῆ ἀργοῦσα, διατελοῦσα ἀκαλλιέργητος, χέρσος, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 11˙ ἀργεῖ τὸ ἐργαστήριον, δὲν εὑρίσκεται ἐν ἐνεργείᾳ, ἀντίθ. τῷ ἐνεργόν ἐστι, Δημ. 819. 17: σχολάζω, ἀναπαύομαι, δὲν ἐνεργῶ, νυκτὸς δὲ τῆς ὄψεως ἀργούσης Ἀριστ. Πρβλ. 11. 33, 4: - μετὰ γεν. πράγματος, ἂν οὖν κομίσας ὁ γεωργὸς εἰς τὴν ἀγοράν τι ὧν ποιεῖ ἤ τις ἄλλος τῶν δημιουργῶν μὴ εἰς τὸν αὐτὸν χρόνον ἥκῃ τοῖς δεομένοις τὰ παρ’ αὐτοῦ ἀλλάξασθαι, ἀργήσει τῆς ἑαυτοῦ δημιουργίας καθήμενος ἐν ἀγορᾷ; θὰ ἀφήσῃ τὴν ἐργασίαν του καὶ θὰ κάθηται νὰ περιμένῃ ἀργὸς ἐν τῇ ἀγορᾷ; Πλάτ. Πολ. 371C. ΙΙ. Παθ., μένω ἀνεκτέλεστος, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 3: μένω ἀνόνητος, ἀλυσιτελής, ὁ αὐτ. Ἱερ. 9. 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ne pas travailler, ne rien faire ; γῆ ἀργοῦσα XÉN terre inactive, en jachère ; Pass. être négligé ; être stérile.
Étymologie: contr. de ἀεργέω, de ἀργός².