λιπεργάτης
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A unemployed labourer (s.v.l.), v. λιπερνήτης.
German (Pape)
[Seite 51] ὁ, der seine Arbeit verläßt, Long. 2, 22, wo Schäfer λιπερνήτης vermuthet.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπεργάτης: ὁ, ὁ λιπὼν τὸ ἑαυτοῦ ἔργον, ἴδε ἐν λ. λιπερνής.
Greek Monolingual
λιπεργάτης, ὁ (Α)
αυτός που εγκαταλείπει το έργο του, ο εργάτης που εγκαταλείπει την εργασία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + ἐργάτης.