συσκευασία
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
ἡ,
A packing up, getting ready, for a journey or march, ib.4.2.35.
German (Pape)
[Seite 1042] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. zur Reise, zum Marsch, Xen. Cyr. 4, 2, 34.
Greek (Liddell-Scott)
συσκευᾰσία: ἡ, τὸ συσκευάζεσθαι, συνάγειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὰ σκεύη πρὸς ἀναχώρησιν ἢ πορείαν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
préparatifs, particul. pour un départ ou une marche.
Étymologie: συσκευάζω.