ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
[Seite 1312] τριχος, = καλλίθριξ, Hdn. epim. 16.
καλόθριξ: -τριχος, ὁ, ἡ, = καλλίθριξ, Ἡρῳδ. Ἐπιμερ. 166. κλ.
καλόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
(αντί καλλίθριξ) αυτός που έχει ωραία κόμη ή χαίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + θρίξ, τριχός].