κατάπλοος

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλοος Medium diacritics: κατάπλοος Low diacritics: κατάπλοος Capitals: ΚΑΤΑΠΛΟΟΣ
Transliteration A: katáploos Transliteration B: kataploos Transliteration C: kataploos Beta Code: kata/ploos

English (LSJ)

contr. κατάπλους, ὁ,

   A sailing down, bearing down, Th.4.10; sailing to land, putting ashore, ib.26; ὁ Σικελικὸς κ. the arrival of the corn-fleet from Sicily, D.56.9.    2 sailing down stream, esp. down the Nile, ὁ κατ' ἐνιαυτὸν εἰς Ἀλεξάνδρειαν κ. OGI90.17 (Rosetta, ii B. C.), cf. PTeb.27.103 (ii B. C.).    II sailing back, return, ὁ οἴκαδε κ. X.HG1.4.11; παρῆν τις ἐκ κ. one who had just returned, Plb.15.23.3.

German (Pape)

[Seite 1371] zsgz. -πλους, ὁ, das Herabfahren zu Schiffe, das ans Land Fahren, die Landung; Thuc. 4, 26; ἐκ κατάπλου πολιορκεῖν τὴν πόλιν, sogleich nach der Landung, Pol. 3, 40, 3, öfter; τοῦ οἴκαδε κατάπλου, Rückfahrt, Xen. Hell. 1, 4, 11. – Auch = der Landungsplatz, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπλοος: συνῃρημ. -πλους, ὁ, τὸ πλέειν πρὸς τὴν ξηράν, προσορμίζεσθαι, Θουκ. 4. 10, 26· ὁ Σικελικὸς κ., ἡ ἄφιξις τῶν σιτοφόρων πλοίων ἐκ τῆς Σικελίας, Δημ. 1285. 21· ἐκ κατάπλου, ἀμέσως μετὰ τὴν προσόρμησιν, ὡς τὸ ἐξ ἐφόδου περὶ τοῦ πεζοῦ στρατοῦ, ἐκ κ. πολιορκεῖν τὴν πόλιν Πολύβ. 15. 23, 3. ΙΙ. ὁ κατὰ τὴν ἐπάνοδον πλοῦς, ἐπιστροφή, ὁ οἴκαδε κ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 11· ἔτι ὁ τόπος, ὅπου καταπλέει τις, μεταγεν.

French (Bailly abrégé)

όου (ὁ) :
1 trajet en venant de la haute mer ; débarquement;
2 retour par mer.
Étymologie: καταπλέω.