λιμουργός

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source

Greek (Liddell-Scott)

λιμουργός: -όν, = λιμοποιός, Δίωνος Χρυσ. Λόγος 34, 43R.

Greek Monolingual

λιμουργός, -όν (Α)
λιμοποιός, αυτός που προκαλεί λιμό, που στέλνει πείνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημι-ουργός, ξυλ-ουργός].