ἀνεμόω

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source

German (Pape)

[Seite 223] aufblähen, Hippocr.; häufiger pass., Plut. Tim. 83 d; bes. vom Winde bewegt werden, ἁλὸς ἠνεμωμένης Hegesipp. 6 (XIII, 13); πέπλον ἠνεμωμένον συνεῖχε τῇ ἑτέρᾳ Luc. D. Mar. 15, 2; ήνεμωμένος τὴν τρίχα, mit im Winde flatterndem Haare, Sp.; Ael. H. A. 11, 7 πολλοὶ θηραταὶ περὶ τὴν ἄγραν τῶν ἐλάφων ἠνέμωνται, sind in schnelle Bewegung gesetzt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμόω: μέλλ. -ώσω, ἐκθέτω εἰς τὸν ἄνεμον, Βυζ.: -Παθ., κινοῦμαι ἢ σαλεύομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Πλάτ. Τίμ. 83D: ἠνεμωμένος τὴν τρίχα, ἔχων τὴν κόμην κυματίζουσαν εἰς τὸν ἄνεμον, Καλλίστρ. 14· ἠνεμωμένη πτεροῖς Λυκόφρ. 1119: περὶ τῆς θαλάσσης, ἐγείρομαι, διεγείρομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ἀνθ. Π. 13. 12. ΙΙ. παθ., «φουσκώνω», φυσιοῦμαι, ἐξογκοῦμαι, ἢν ἀνεμηθῶσιν αἱ ὑστέραι Ἱππ. 670. 37: - μεταφ., ἠνεμῶσθαι περί τι, ὁρμῶ πρός τι μετὰ ζήλου, Αἰλ. π. Ζ. 11. 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. 1 être enflé par le vent;
2 être agité par le vent;
3 être rafraîchi par le vent;
4 devenir ou être aussi léger que le vent;
II. être gonflé.
Étymologie: ἄνεμος.