κλινοπηγός

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑνοπηγός Medium diacritics: κλινοπηγός Low diacritics: κλινοπηγός Capitals: ΚΛΙΝΟΠΗΓΟΣ
Transliteration A: klinopēgós Transliteration B: klinopēgos Transliteration C: klinopigos Beta Code: klinophgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = κλινοποιός, Theognost.Can.96, CIG2135 (κλεινο-, loc. incert.).

German (Pape)

[Seite 1454] ὁ, der Betten, Sänften u. dgl. zusammenfügt, macht, Sp.; bei Theognost. B. A. 1340 auch κλινοπήξ.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνοπηγός: ὁ, = κλινοποιός, Θεόγνωστ. 96. 21, Συλ. Ἐπιγ. 2135 (ἔνθα κλεινο-)· ὡσαύτως κλινοπήξ, -πῆγος, ὁ, Θεογνωστ. 40. 22.

Greek Monolingual

κλινοπηγός, ὁ (AM)
κλινοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. ναυ-πηγός.