ἐπεισπηδάω
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
A leap in upon, τοὺς εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας -ῶντες ἐφόνευον X.Cyr.3.3.64; τῷ ἄρχειν usurp, Philostr.VA2.31, cf. Just.Nov.42 Pr.: abs., Ar.Eq.363, D.47.56, D.C.67.17.
German (Pape)
[Seite 912] noch dazu hineinspringen, εἰς τὰς τάφρους Xen. Cyr. 3, 3, 64; absol., Ar. Equ. 363; Dem. 47, 56, ins Haus.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισπηδάω: καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -ήσομαι, ἐπιπηδῶ ἐντός, τοὺς δ’ εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας ἐπεισπηδῶντες ἐφόνευον Ξεν. Κύρ. 3. 3. 64· μετὰ δοτ., ἐπεσπηδήσαντες τῷ ἄρχειν ξυνέσχον τὰ κοινὰ Φιλόστρ. σ. 73, 1, ἔκδ. Kayser, Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Δημ. 1156. 8, Δίων Κ. 67, 17.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
s’élancer dans pour tomber sur.
Étymologie: ἐπί, εἰσπηδάω.