πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Full diacritics: ποδόκοιλον | Medium diacritics: ποδόκοιλον | Low diacritics: ποδόκοιλον | Capitals: ΠΟΔΟΚΟΙΛΟΝ |
Transliteration A: podókoilon | Transliteration B: podokoilon | Transliteration C: podokoilon | Beta Code: podo/koilon |
τό, =
A aqualegellae (i.e. aquale, gello), Gloss.
[Seite 643] τό, Fußhöhle, Fußsohle (?).
ποδόκοιλον: τό, τὸ κοῖλον τοῦ ποδός, Γλωσσ.
τὸ, Μ
το κοίλο του ποδιού, η ποδική καμάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κοῖλον].