τειχοκαταλύτης
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A demolisher of walls, Ctes.Fr.57.3.
German (Pape)
[Seite 1081] ὁ, der Mauern zerstört, Ctes.
Greek (Liddell-Scott)
τειχοκαταλύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ καταλύων, καταστρέφων τείχη, τῶν τειχοκαταλυτῶν ἐλεφάντων Κτησίας ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 72, σ. 45, 32.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που καταλύει τείχη, που γκρεμίζει τείχη («τῶν τειχοκαταλυτών ἐλεφάντων», Κτήσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + καταλύω «καταστρέφω»].