ἀνεσταλμένως

From LSJ
Revision as of 12:13, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεσταλμένως Medium diacritics: ἀνεσταλμένως Low diacritics: ανεσταλμένως Capitals: ΑΝΕΣΤΑΛΜΕΝΩΣ
Transliteration A: anestalménōs Transliteration B: anestalmenōs Transliteration C: anestalmenos Beta Code: a)nestalme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ἀναστέλλω,

   A tucked up, gloss on ἐπιστολάδην, Sch.Hes.Sc.287.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεσταλμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀναστέλλω· τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετεχειρίσθη ὁ σχολιαστὴς τοῦ Ἡσιόδου ὅπως ἑρμηνεύσῃ τὴν ἐν Ἀσπίδι Ἡρακλ. λέξιν ἐπιστολάδην: ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἔσταλτ’ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 287, ὥστε σημαίνει ἀνεζωσμένως.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. de ἀναστέλλω con la ropa arremangada glos. de ἐπιστολάδην Sch.Hes.Sc.287G.