παράνυμφος

From LSJ
Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράνυμφος Medium diacritics: παράνυμφος Low diacritics: παράνυμφος Capitals: ΠΑΡΑΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: paránymphos Transliteration B: paranymphos Transliteration C: paranymfos Beta Code: para/numfos

English (LSJ)

ὁ,

   A bridegroom's friend or best man, Poll.3.40 ; gloss on θυρωρός, Sch. Sapph. Oxy.2076.9.    II fem., bridesmaid, one of the dramatis personae in Ar.Ach., cf. Hsch., EM145.31, Moer.p.269P.

German (Pape)

[Seite 492] ἡ, die Brautjungfer, welche die Braut dem Bräutigam zuführt, νυμφεύτρια, VLL., vielleicht auch ὁ, = Vorigem.

Greek (Liddell-Scott)

παράνυμφος: ὁ, «ὁ παράνυμφος εἰκαιότερον οὕτω λέγεται· ὀρθότερον γάρ ἐστι παρανύμφιον καλεῖσθαι τὸν συναπάγοντα τῷ νυμφίῳ τὴν νύμφην, ἢ πεζῇ ἢ ἐφ’ ἁμάξης, ὡς παρ’ Ἀθηναίοις· ὑφ’ ὧν πάροχος καλεῖται διὰ τὸ μόνος αὐτὸς συναναβαίνειν, καὶ ὀχουμένῳ τῷ νυμφίῳ παροχεῖσθαι» Εὐστ. 652. 41, Πολυδ. Γ΄, 40, Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. ΙΙ. ὡς θηλ., ἡ τῆς νύμφης φίλη παρθένος, ἥτις ὁδηγεῖ αὐτὴν πρὸς τὸν νυμφίον, νυμφεύτρια, Μοῖρις 269· ἓν τῶν προσώπων τοῦ δράματος ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ami du marié.
Étymologie: παρά, νύμφιος.