μετανάστης
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
ου, ὁ, (μεταναστῆναι, cf. ὑπερανάστης)
A one who has left his home, wanderer, migrant, commonly as a term of reproach, ἀτίμητος μ. Il.9.648; μοῦνοι οὐ μετανάσται Ἑλλήνων, of the Athenians, Hdt.7.161; fugitive, POxy.487.18 (ii A. D.), PTeb.439 (ii A. D.); μ. γενόμενοι ὑπὸ ἐθνῶν Prisc.p.341 D. (cf. μετανίσταντο ibid.): c. gen., ἀρετῆς μ. from virtue, Ph.1.415, cf. 477; πάτρης μ. Man.2.420. II wandering, of the planets, opp. the fixed stars, Arat.457:—hence fem. μεταναστ-νάστις, ψυχὴ σώματος μ. a fugitive from... Ph.2.462; also μεταναστ-νάστρια, σκοπέλων μ. πέρδιξ AP7.204 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 151] ὁ (ναίω), der von einem Orte weg und anders wohin Ziehende, der sich in der Fremde ansiedelt und dort im Vergleich mit dem eingebornen, einheimischen Bürger geringere Rechte besaß; daher mit Geringschätzung gesagt ὡςεί τιν' ἀτίμητον μετανάστην, Il. 9, 648, wie einen heimathlosen Fremdling oder Einsassen, wie 16, 59, wo es auf ein fem. geht u. es im Alterthum die v. l. μετανάστιν gab; μοῦνοι ἐόντες οὐ μετανάσται τῶν Ἑλλήνων, Her. 7, 161, von den Athenern, die sich bekanntlich rühmten, Autochthonen, keine Einwanderer zu sein; πάτρης, der Verbannte, Synes. ep. 67; Man. 2, 420. – Arat. nennt 457 die Planeten so im Ggstz der Fixsterne.
Greek (Liddell-Scott)
μετανάστης: -ου, ὁ, (ναίω, ἔνασσα) ὁ ἐκ τῆς πατρίδος του εἰς ξένην χώραν μεταναστεύσας, ξένος, μέτοικος, πλάνης, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἐπιχώριον· συνήθως ὡς λέξις ὀνειδιστική, ὡς ἡ Σκωτικὴ land-louper, ἀτίμητος μ. Ἰλ. Ι. 648, Π. 59, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 9· ― ἐν Ἡροδ. 7. 161 οἱ Ἀθηναῖοι καυχῶνται ὡς ὄντες μοῦνοι τῶν Ἑλλήνων οὐ μετανάσται, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Θουκ. 2. 36· ― μετὰ γεν., πάτρης μ. Μανέθων 2. 420· πρβλ. ἀλαζών· παρὰ Θ. Σιμοκάτᾳ (Ἱστ. 5, 2 § 2) μέτοχος, τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος. ΙΙ. ἐπὶ τῶν πλανητῶν, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας, Ἄρατ. 457. ― Ἐντεῦθεν ἀνώμαλ. θηλυκὸν μετανάστρια, σκοπέλων μετανάστρια πέρδιξ Ἀνθ. Π. 7. 204.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui change de demeure ou de pays, émigré, exilé.
Étymologie: μετά, ναίω.