διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: εὔπονος | Medium diacritics: εὔπονος | Low diacritics: εύπονος | Capitals: ΕΥΠΟΝΟΣ |
Transliteration A: eúponos | Transliteration B: euponos | Transliteration C: eyponos | Beta Code: eu)/ponos |
ον,
A toilsome, φυλακαί Aristonous 1.38.
εὔπονος, -ον (ΑΜ)
επίπονος, κουραστικός.
επίρρ...
εὐπόνως (Μ)
επίπονα, με μεγάλο κόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πόνος «κόπος»].