πολυκτημοσύνη

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυκτημοσύνη Medium diacritics: πολυκτημοσύνη Low diacritics: πολυκτημοσύνη Capitals: ΠΟΛΥΚΤΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: polyktēmosýnē Transliteration B: polyktēmosynē Transliteration C: polyktimosyni Beta Code: polukthmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A great wealth, Poll.3.110, Cat.Cod.Astr.2.163,204.

German (Pape)

[Seite 665] ἡ, großes Vermögen, Poll. 3, 110.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκτημοσύνη: ἡ, τὸ πολλὰ κεκτῆσθαι, μεγάλη περιουσία κτημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 268, Πολυδ. Γ΄, 110, κτλ.

Greek Monolingual

ἡ, Α πολυκτήμων
το να έχει κάποιος πολλά κτήματα, να είναι πολύ πλούσιος.