ἐχέτλιον
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
τό,
A hold of a ship, Nic. Th.825.
German (Pape)
[Seite 1124] τό, der Behälter, bes. Fischbehälter, Nic. Ther. 825, nach dem Schol. ein Behältniß im Schiffe.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέτλιον: τό, (ἔχω) ἐχετλίου ἐξαναδῦσαι Νικ. Θηρ. 825, ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «τόπος τοῦ πλοίου ὅπου τοὺς ἰχθῦς τιθέασι καὶ συλλέγουσιν, ἢ ὁ ζῶγρος καὶ τὸ βιβάριον ἐχέτλιον λέγεται».
Greek Monolingual
ἐχέτλιον, τὸ (Α) εχέτλη
1. το άντλον (ή άντλος) του πλοίου, δηλ. το εσωτερικό κοίλο του πλοίου, όπου συρρέει το θαλάσσιο νερό που εισέρχεται από τις ρωγμές
2. συνεκδ. το νερό που συγκεντρώνεται στον πυθμένα του πλοίου.