ναυπηγικός

Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ή, όν,

   A for shipbuilding, πέλεκυς Luc.DMort.10.9: ἡ-κή (with or without τέχνη), art of shipbuilding, Arist.EN1094a8, Gal. Thras.5: Subst., τὸ ναυπηγκόν Plu.2.571f;

   A contract for building a ship, PLond.3.1164h14 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 232] ή, όν, zum Schiffsbau gehörig, geschickt, Sp., wie Luc. Mort. D. 10, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ναυπηγικός: -ή, -όν, ἔμπειρος, ἐπιτήδειος εἰς ναυπηγίαν, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· ― ἡ ναυπηγικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ναυπηγεῖν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 1, 3· ― οὕτω, τὸ ναυπηγικόν, Πλούτ. 2. 571F.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la construction navale ; τὸ ναυπηγικόν l’art de construire des navires.
Étymologie: ναυπηγός.