ἁλωνοτριβέω
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
A = ἁλωνεύομαι, Suid. S.V. ἁλωνία. II beat on a threshing-floor, Longus 3.29.
German (Pape)
[Seite 113] auf der Tenne ausdreschen, Long. 3, 29 πυρούς.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλωνοτριβέω: τρίβω ἐν τῷ ἁλωνίῳ, Λόγγος 3. 29.