ταλαντιαῖος
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
English (LSJ)
α, ον,
A worth a talent, οἶκος D.27.64; κτῆσις Plb.23.4.3; νοσήματα τ. costing a talent, prob. in fee to the physician, Alc.Com.12. 2 of persons, worth a talent, i.e. possessed of one, Crates Com.32; ἔγγυοι τ. giving surety to the amount of a talent, Arist.Oec.1350a19. II weighing a talent, ξύλον Id.Cael.311b3; λιθοβόλος τ. an engine throwing stones of a talent weight, Plb.9.41.8 codd.; πετροβόλος τ. Ph.Bel.85.2. 2 in which the prize is a talent, ἀγών CIG2810.18 (Aphrodisias).
German (Pape)
[Seite 1064] ein Talent schwer, werth, auf ein Talent geschätzt, ein Talent im Vermögen habend; οἶκος, Dem. 27, 64; ἔγγυος, Arist. oec. 2, 23; κτῆσις, Pol. 24, 4, 3; μισθός, Ath. IV, 148 b; komisch νοσήματα, Alc. com. bei Poll. 9, 53.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαντιαῖος: -α, -ον, ἄξιος ταλάντου, οἶκος Δημ. 833. 23· κτῆσις Πολύβ. 24. 4, 3· νοσήματα ταλ., εἰς ἃ δαπανᾶται τάλαντον, πιθαν. ὡς ἀμοιβὴ τοῦ ἰατροῦ, Ἀλκαῖος ὁ Κωμικ. ἐν «Ἐνδυμίωνι» 3. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ἔχων ἀξίαν ἑνὸς ταλάντου, δηλ. ἔχων, κατέχων ἓν τάλαντον, Κράτης ἐν «Τόλμαις» 2· ἔγγυος τ., παρέχων ἐγγύησιν διὰ τὸ ποσὸν ἑνὸς ταλάντου, Ἀριστ. Οἰκ. 2, 23. ΙΙ. ζυγίζων ἓν τάλαντον, ξύλον ὁ αὐτ. περὶ Οὐραν. 4. 4, 4· λιθοβόλος τ., μηχανὴ ἐκσφενδονῶσα λίθους βάρους ἑνὸς ταλάντου, Πολύβ. 9. 41, 8. 2) ἐν ᾧ τὸ βραβεῖον εἶναι τάλαντον, ἀγὼν Συλλ. Ἐπιγρ. 2810. 9.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 de la valeur d’un talent;
2 de la grosseur ou du poids d’un talent.
Étymologie: τάλαντον.