ζωνιαῖος
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
α, ον,
A as thick as a girdle, πάχος Ath.Mech.38.3.
German (Pape)
[Seite 1143] von der Größe einer ζώνη, πάχος Ath. machin. p. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ζωνιαῖος: -α, -ον, ὅμοιος πρὸς ζώνην, πιθαν. γραφ. ἐν Μαθ. Ἀρχ. 11.
Greek Monolingual
ζωνιαῑος, -α, -ον (Α) ζώνη
όμοιος με ζώνη ἡ που έχει το μέγεθος μιας ζώνης.