διανταῖος
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
α, ον (ος, ον E.Ion766 (lyr.)),
A extending throughout, of ligaments running the whole length of the spine, Hp.Art.45; right through, διανταίαν πλαγὰν πεπλαγμένος A.Th.895 (lyr.); διανταίαν οὐτᾶν Id.Ch.640(lyr.); δ. βέλει ib.184; ὀδύνα E.Ion766(lyr.); μοῖρα δ. relentless destiny, A.Eu.334 (lyr.). Adv. -αίως, παθεῖν Antyll. ap. Orib.44.23.14.
German (Pape)
[Seite 593] α, ον, auch 2 Endungen, ὀδύνα, Eur. Ion 766; gerad hindurchgehend, durchdringend, πληγή, Aesch. Spt. 894; D. Sic. 16, 94; auch διανταία allein, Aesch. Ch. 640; βέλος, 184; μοῖρα, das unerbittliche (durchgreifende) Geschick, Eum. 334. – Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διανταῖος: -α, -ον, ἐκτεινόμενος ἀπ᾿ ἄκρου ἕως ἄκρου, δι᾿ ὅλης τῆς γραμμῆς· ἐπὶ ἐπιδέσμων ἐκτεινομένων καθ᾿ ὅλον τὸ μῆκος τῆς ῥάχεως, Ἱππ. Ἄρθρ. 809· ἀκριβῶς διὰ μέσου, διανταία πληγή, καίριον τραῦμα, Αἰσχύλ. Θήβ. 894· οὕτω, διανταίαν οὐτᾶν ὁ αὐτ. Χο. 640· δ. βέλει αὐτόθι 184· ὀδύνα Εὐρ. Ἴωνι 767· - μοῖρα δ., ἀμετάβλητος, ἀδυσώπητος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 334. - Ἐπίρρ. -ως, Ἄντυλλ. (Ὀρειβ. 3, 618).
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 qui frappe droit à travers (arme, coup, blessure);
2 qui ne se laisse pas dévier, inflexible (sort, destinée).
Étymologie: διά, ἀντί.