ἀνετάζω
From LSJ
Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)
English (LSJ)
A inquire of, ἀλλήλους τὴν αἰτίαν LXX Su.14 (Thd.), Jd.6.29 (cod. A). II examine documents, POxy.34i13; examine by torture, τινά Act.Ap.22.24, cf. 29.
German (Pape)
[Seite 226] genau erforschen, untersuchen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνετάζω: ἀνερωτῶ, ἀνετάζοντες ἀλλήλους τὴν αἰτίαν Ἑβδ. (Σωσάνν. ἐν Δαν. ἐδάφ. 14). ΙΙ. ἐξετάζω, ἀνακρίνω, οἱ μέλλοντες αὐτὸν ἀνετάζειν Πράξ. Ἀποστ. κβ΄, 29, πρβλ. κθ΄.
French (Bailly abrégé)
1 chercher à savoir ; τινά τι demander qch à qqn;
2 abs. questionner, acc. ; mettre à la question.
Étymologie: ἀνά, ἐτάζω.