προχῶναι
From LSJ
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
English (LSJ)
αἱ,=
A γλουτοί 1, Archipp.41.
German (Pape)
[Seite 800] αἱ, die Hüften, das Steißbein, Archipp. com. bei Poll. 2, 183. Vgl. κοχώνη.
Greek (Liddell-Scott)
προχῶναι: -αἱ, οἱ γλουτοί, Λατ. coccygis (κοχώνη), Ἄρχιππ. ἐν «Ρίνωνι» 2.
Greek Monolingual
οἱ, Α
οι γλουτοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για κωμ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. κοχώνη «το μέρος μεταξύ τών σκελών και της έδρας, το περίνεο, γλουτός» και πρωκτός ή, κατ' άλλη άποψη, από τη λ. κοχώνη κατ' επίδραση του προ- είτε με την επιτατική του σημ. είτε με τη σημ. της προστασίας, της υπεράσπισης, με την έννοια ότι οι γλουτοί έχουν έναν ρόλο προστατευτικό].