συνθαυμάζω

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθαυμάζω Medium diacritics: συνθαυμάζω Low diacritics: συνθαυμάζω Capitals: ΣΥΝΘΑΥΜΑΖΩ
Transliteration A: synthaumázō Transliteration B: synthaumazō Transliteration C: synthavmazo Beta Code: sunqauma/zw

English (LSJ)

   A join in wondering, εἰ . .v.l. in Pl.Tht.162c; join in admiring, τὴν ἀκρίβειαν Eun.VS p.469 B.

Greek (Liddell-Scott)

συνθαυμάζω: ἀπὸ κοινοῦ θαυμάζω, ἆρα οὐ συνθαυμάζεις εἰ ἐξαίφνης οὕτως ἀναφανήσει μηδὲν χείρων; Πλάτ. Θεαίτ. 162C.

Greek Monolingual

Α
1. απορώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. θαυμάζω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θαυμάζω «εκπλήττομαι, απορώ»].