λήιον

From LSJ
Revision as of 15:32, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207

Greek (Liddell-Scott)

λήιον: Δωρ. λαῖονλᾷον, τό, χωράφιον πρὸ τοῦ θερισμοῦ, σπαρτὰ ἐν ἀκμῇ θερισμοῦ, ὡς δ’ ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λήιον Ἰλ. Β. 147, κάλλ.· οὕτω, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 288, Ἡρόδ. 1. 19, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 8· τοῦ σίτου τὸ λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 8· λ. σίτου βαθὺ Ἀρρ. Ἀν. 1. 4, 1· λήιά τε σταχύων Ἐπιγρ. Ἑλλ. 1046. 69. 2) παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς ὡσαύτως ἐπὶ ἀγροῦ ἐσπαρμένου μὲ σῖτον, Θεόκρ. 10. 42 (ἐν τῷ Δωρ. τύπ. λαῖον)· ληίου κόμη Βαβρ. 83. 3.

English (Autenrieth)

crop, grain still standing in the field, field of grain.