εὐχετάομαι
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
Ep. for εὔχομαι, only in pres. and impf. (without augm.):—
A pray, θεοῖσι . . μεγάλ' εὐχετόωντο ἕκαστος Il.8.347, 15.369; Κρονίωνι . . εὐχετάασθαι 6.268; πάντες δ' εὐχετόωντο θεῶν Δῒ Νέστορί τ' ἀνδρῶν 11.761, cf. Od.8.467. II boast, profess, c. inf., τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο; Od.1.172, etc.; with inf. omitted, A.R.1.189, Orph.A.289; brag, ἵνα μή τις . . εὐχετόῳτ' ἐπέεσσι Il.12.391; οὐ μὲν καλὸν ὑπέρβιον εὐχετάασθαι 17.19; μὰψ αὔτως εὐχετάασθαι 20.348; κταμένοισιν ἐπ' ἀνδράσιν εὐχετάασθαι to glory over them, Od.22.412.
German (Pape)
[Seite 1109] ep. = εὔχομαι, nur praes. u. impf., sie hen, beten, Il. 8, 347. 15, 369, θεῷ, zu einem Gotte, 6, 268 Od. 12, 356; Ap. Rh. 4, 588; auch πάντες δ' εὐχετόωντο θεῶν Διΐ, Νέστορι δ' ἀνδρῶν, Il. 11, 761, bewiesen ihm ihre Verehrung; auch = danken, Od. 8, 467; auch c. inf., πορεῖν Ap. Rh. 4, 588; λίθῳ, anbeten, 2, 1173. – Mit Zuversicht aussagen, sich rühmen, τίνες ἔμμεναι εὐχετόωνται Od. 1, 172, öfter; ἐπέεσσι, großprahlen, Il. 12, 391; ὑπέρβιον αὔτως εὐχετάασθαι, Il. 17, 19. 20, 348; aber κταμένοισιν ἐπ' ἀνδράσιν εὐχετάασθαι, Od. 22, 412, heißt nicht "sich über die Erschlagenen übermüthig erheben", sondern "auf Leichen beten". Auch sp. D., wie Orph. Arg. 287; Ap. Rh. 2, 359; Opp. Cyn. 2, 615.