λανθανόντως
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
Adv. pres. part. of λανθάνω,
A secretly, Gal.12.292, Hdn.7.9.11, 8.7.3, D.C.66.5.
German (Pape)
[Seite 14] verstohlen, heimlich, Hdn. 8, 2, 6 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λανθᾰνόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ λανθάνω, Ἡρῳδιαν. 8. 2.
Greek Monolingual
λανθανόντως (AM)
επίρρ. κρυφά, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. < μτχ. ενεστ. λανθάνων του λανθάνω.