ἀγαθοειδής
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ές,
A like good, seeming good, opp. ἀγαθός, Pl.R.509a, etc. II having the form of good, Plot.1.7.1, al., Jul.Or.4.135a, Procl.Inst.25: Comp., Iamb.Protr.4: Sup., Marin.Procl.27.
German (Pape)
[Seite 6] ές, das Ansehen des Guten habend, dem ἀγαθός entgegengesetzt, Plat. Rep. VI, 569 a. Aber Iambl. u. Sp. gutartig.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθοειδής: -ές, ὅμοιος ἀγαθῷ, φαινόμενος ὡς ἀγαθός. Ἐν Πολιτείᾳ Πλάτωνος ϛ΄ 509Α τίθεται ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν λέξιν ἀγαθός· «ἀγαθοειδῆ μὲν νομίζειν ταῦτα’ ἀμφότερα ὀρθόν, ἀγαθὸν δὲ ἡγεῖσθαι ὁπότερον αὐτῶν οὐκ ὀρθόν», Ἰάμβλ. κτλ. ἐπίρρ. -δῶς.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui ressemble au bien;
2 salutaire.
Étymologie: ἀγαθός, εἶδος.