παντομιγής

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντομῐγής Medium diacritics: παντομιγής Low diacritics: παντομιγής Capitals: ΠΑΝΤΟΜΙΓΗΣ
Transliteration A: pantomigḗs Transliteration B: pantomigēs Transliteration C: pantomigis Beta Code: pantomigh/s

English (LSJ)

ές,

   A mixed of everything: hence, rich in variety of produce, χωρίον Eun.Hist.p.254 D.; χρῆμά τι πρὸς ἅπασαν ἀρετὴν π., of a person, Id.VSp.457 B.

German (Pape)

[Seite 464] ές, aus od. von Allem gemischt, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

παντομῐγής: -ές, ὁ ἐκ πάντων μεμιγμένος, ἀνάμικτος, Συνεσ. Ὕμν. 7. 14, Εὐνάπ. τ. 1, σ. 513, 10.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. ανάμικτος από όλα τα είδη
2. πλούσιος σε ποικιλία προϊόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -μιγής (< μείγνυμή, πρβλ. πολυ-μιγής.