νόμισις

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόμῐσις Medium diacritics: νόμισις Low diacritics: νόμισις Capitals: ΝΟΜΙΣΙΣ
Transliteration A: nómisis Transliteration B: nomisis Transliteration C: nomisis Beta Code: no/misis

English (LSJ)

εως, ἡ, (νομίζω)

   A belief, opinion, ἡ ἀνθρωπεία τῶν ἐς τὸ θεῖον νόμισις the established belief about the Deity, Th.5.105; παρρησία τῆς ν. D.C.37.17.

German (Pape)

[Seite 261] ἡ, das herkömmliche Meinen, die herkömmliche Ansicht, der Brauch, ἔξω τῆς εἰς τὸ θεῖον νομίσεως, Thuc. 5, 105; vgl. Lob. Phryn. 351 und νομίζω.

Greek (Liddell-Scott)

νόμῐσις: ἡ, (νομίζω0 ὅπερ νομίζει ἢ πιστεύει τις, ὅπερ δόξῃ ἡγεῖται, δηλ. πίστις, ἡ ἀνθρωπεία εἰς τὸ θεῖον νόμισις, ἡ καθιερωμένη πίστις εἰς τὸ θεῖον, Θουκ. 5. 105.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
croyance, particul. croyance religieuse.
Étymologie: νομίζω.