χειρωτικός

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρωτικός Medium diacritics: χειρωτικός Low diacritics: χειρωτικός Capitals: ΧΕΙΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: cheirōtikós Transliteration B: cheirōtikos Transliteration C: cheirotikos Beta Code: xeirwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A apt at conquering or subduing, Pl.Sph.219d: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of subduing, ib.221b.

German (Pape)

[Seite 1348] zum Ueberwältigen, Bezwingen gehörig, geschickt, Plat. Soph. 219 d 231 b u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χειρωτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ χειροῦσθα, ὑποτάσσειν, τὸ λοιπὸν ἢ κατ’ ἔργα ἢ κατὰ λόγους χειρούμενον ξύμπαν χειρωτικὸν ἂν εἴη Πλάτ. Πολιτικ. 219D· χειρωτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἐξημεροῦν, τιθασσεύειν, αὐτόθι 223β, πρβλ. 221Β.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α [χειρῶ (II)]
1. ικανός στο να υποτάσσει
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χειρωτική
η τέχνη της εξημέρωσης.