ὑπνωδία
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
ἡ,
A sleepiness, drowsiness, Iamb.Protr. 21.κέ p.110P.
German (Pape)
[Seite 1207] ἡ, Schläfrigkeit, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνωδία: ἡ, τὸ ὑπνῶδες ἢ ὑπνηλόν, νυσταγμός, Ἰάμβλ. Προτρ. σ. 326.
Greek Monolingual
η / ὑπνωδία, ΝΑ ὑπνώδης
νεοελλ.
κατάσταση νάρκωσης μερικών εντόμων
αρχ.
υπνηλία.