σχῖνος
English (LSJ)
ἡ,
A mastich, Pistacia Lentiscus, Hdt.4.177, Thphr HP9.1.2, LXXSu.54, Sor.1.121, al., Gal.6.644; trodden on by goats, Theoc.5.129, Babr.3.4. II = σκίλλα, Epich.160, Hp.Mul.2.201 (cf. Gal. 19.145), Cratin.232, Ar.Pl.720, Fr.255, Anaxandr.5c, Thphr.CP5.6.10, Sign.55.
German (Pape)
[Seite 1056] ἡ, 1) der Mastixbaum, lentiscus, zuerst bei Her. 4, 177. – 2) die Meerzwiebel, Ar. Plut. 720.
Greek (Liddell-Scott)
σχῖνος: ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «σκῖνος», μαστιχιά, μαστιχόδενδρον, Λατ. lentiscus, Ἱππ. 670, 5, Θεόκρ. 7. 133· ἐσθιόμενος ὑπὸ τῶν αἰγῶν, ὁ αὐτ. 5. 129, Βάβρ. 3. 4, πρβλ. λήδανον. 2) ὁ καρπὸς τῆς σχίνου, Ἡρόδ. 4. 177. ΙΙ. σκίλλα, σκιλλοκρόμμυδον, λάμβανε χερσὶν σχῖνον μεγάλην Κρατῖνος ἐν «Χείρωσι» 7, Ἀριστοφ. Πλ. 720, Ἀποσπ. 251, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 68Β, 71Α· ἴδε Foës. Oec. n. Hipp. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 376-377.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 lentisque, plante ; fruit du lentisque;
2 oignon marin (d’ord. σκίλλα).
Étymologie: DELG étym. ignorée.