σχολαιότης
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A leisureliness, laziness, Th.2.18, Chor.15.7 F.-R.
German (Pape)
[Seite 1058] ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Thuc. 2, 18.
Greek (Liddell-Scott)
σχολαιότης: -ητος, ἡ, μέλλησις, βραδύτης, ἀργοπορία, ἡ κατὰ τὴν ἄλλην πορείαν σχολαιότης Θουκ. 2. 18.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
lenteur.
Étymologie: σχολαῖος.